γδυτός

γδυτός
-ή, -ό [γδύνω]
γυμνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γδυτός — ή, ό αυτός που δε φορά ρούχα, ο γυμνός: Μου άνοιξε την πόρτα γδυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζιπούνιαστος — η, ο [ζιπουνιάζω] αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γδυτός …   Dictionary of Greek

  • ξέντυτος — η, ο [ξεντύνω] αυτός που δεν φορά ρούχα, γδυτός …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό 1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή. 2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα. 3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος. 4. το ουδ. ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”